Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ουροδόκη — οὐροδόκη, ἡ (Α) βλ. ουροδόχη … Dictionary of Greek
ουροδόχη — η (Α οὐροδόχη και οὐροδόκη) το ουροδοχείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὖρον + δόχη (< δέχομαι), πρβλ. καπνο δόχη] … Dictionary of Greek